Ιερά Μονή Ασωμάτων

Ιερά Μονή Ασωμάτων

Η Ιερά Μονή Ασωμάτων, αφιερωμένη στη Σύναξη των Αρχαγγέλων, είναι κτισμένη στο κέντρο της εξαιρετικά εύφορης κοιλάδας του Αμαρίου. Το σημερινό συγκρότημα έχει διαμορφωθεί από τα τέλη της Βενετοκρατίας έως και τον 19ο αι., ενώ αρκετές ασυμβίβαστες επεμβάσεις έγιναν και κατά τον 20ό αι., όταν μετατράπηκε σε Γεωργική Σχολή. Η μονή σύμφωνα με την παράδοση ιδρύθηκε κατά τη δεύτερη βυζαντινή περίοδο, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τις πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες στο καθολικό της.

Η μονή Ασωμάτων έχει συνδεθεί με την ευγενή βυζαντινή οικογένεια των Βαρουχών, περίπου στα τέλη της βενετοκρατίας. Κατά την άλωση της Κρήτης από τους Τούρκους αναφέρεται η πυρπόλησή της. Από περιηγητές μνημονεύονται η καλή οργάνωση, η μεγάλη περιουσία και οι μορφωμένοι κληρικοί της. Κατά τον 18ο αι. αναφέρεται ως έδρα του επισκόπου Λάμπης. Στα τέλη του ίδιου αιώνα ο ηγούμενος των Ασωμάτων Μανασσής εκλέχτηκε επίσκοπος Λάμπης και θεωρείται σαν «δεύτερος κτήτορας», καθώς πρωτοστάτησε σε εκτεταμένη ανακαίνιση της μονής. Κατά την επανάσταση του 1821 εγκαταλείφθηκε για ένα διάστημα και άρχισε πάλι να ανασυγκροτείται φτάνοντας σε μεγάλη ακμή. Το 1927 ωστόσο μεγάλο μέρος των κτισμάτων και της μεγάλης περιουσίας της παραχωρήθηκε για τη δημιουργία Γεωργικής Σχολής, γεγονός που οδήγησε στη διάλυσή της.

Τα τελευταία χρόνια επανιδρύθηκε και καταβάλλεται προσπάθεια για την αποκατάσταση του μνημείου από την οικεία μητρόπολη και την αρχαιολογική υπηρεσία. Στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι. το μονόχωρο, καμαροσκέπαστο καθολικό, στο μέσο της μεγάλης αυλής, μετασχηματίστηκε σε ελεύθερο σταυρό με τρούλλο μετά από μερική κατεδάφιση. Από τις πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες προέκυψε ότι ο ναός είχε κτισθεί στις αρχές του 14ου αι., ως μονόχωρος, ξυλόστεγος, πάνω στα ισομεγέθη θεμέλια προγενέστερου που χρονολογείται πιθανόν στον 10ο αι. και ο οποίος είχε καταρρεύσει από τον σεισμό του 1303. Στο δυτικό τμήμα του βρέθηκαν κάτω από το δάπεδο έξι επιμελημένης κατασκευής τάφοι, ενώ εντός τους ανακαλύφθηκαν χάλκινοι σταυροί λιτανείας που χρονολογούνται στον 10ο αι.

Εξωτερικά ο ναός διαμορφώνεται πλαστικά με διπλά, οξυκόρυφα τυφλά αψιδώματα. Η αψίδα του ιερού είναι ημιεξάπλευρη και φέρει δίλοβο, οξυκόρυφο παράθυρο. Η τοιχοποιία αποτελείται από λαξευτούς λίθους, σε συνδυασμό τοπικά με πλίνθους, σε ένα χαλαρό πλινθοπερίκλειστο σύστημα. Ο συνδυασμός αρχιτεκτονικών στοιχείων της Ελλαδικής Σχολής με δυτικές επιδράσεις τον κατατάσσει στην ομάδα των λεγόμενων φραγκοβυζαντινών. Γύρω από το καθολικό διατάσσονται τα κτήρια της μονής, με τα αρχαιότερα να χρονολογούνται στα τέλη του 17ου αι. και να αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα της Κρητικής Αναγέννησης. Το υπόλοιπο συγκρότημα αποτελείται από απλά κτίσματα του 19ου και του 20ού αι. Η μονή διέθετε πιθανόν κατά τον 18ο αι. εργαστήριο χρυσοκεντητικής, όπως συμπεραίνουμε από σημαντικό αριθμό από άριστης ποιότητας άμφια που φιλοξενούνται μετά τη διάλυσή της στο Ιστορικό Μουσείο Κρήτης, μαζί με άλλα κειμήλια, εικόνες και βιβλία.

 

_____

*καμαροσκέπαστος: τύπος ναού που στεγάζεται με ημικυλινδρική καμάρα.

*αψίδωμα: καμπύλο ή τοξωτό κατασκεύασμα. Τα αψιδώματα στη βυζαντινή και υστεροβυζαντινή ναοδομία κοσμούσαν συχνά την εξωτερική όψη των τοίχων προσδίδοντας πλαστικότητα και χάρη στα κτίρια.

*οξυκόρυφο αψίδωμα: αψίδωμα του οποίου οι καμπύλες πλευρές καταλήγουν σε μια μυτερή γωνία στην κορυφή του.

*χρυσοκεντηρική: κλάδος μικροτεχνίας που χρησιμοποιείται για τη διακόσμηση πολυτελών υφασμάτων με σχέδια, τα οποία εκτελούνται με πολύ λεπτό αργυρό ή χρυσό νήμα.

 

Κοινοποίηση σε…

Τοποθεσία στο χάρτη

Φωτογραφίες

Μετάβαση στο περιεχόμενο