Περίπου 1 χλμ. βορειοδυτικά του χωριού στην πλαγιά ενός λόφου, αρχαιολογικές έρευνες έχουν φέρει στο φως κατάλοιπα σημαντικής μινωικής εγκατάστασης παλαιοανακτορικής περιόδου (19ος αι. π.Χ. – 1600 π.Χ.). Σε στρατηγική ορεινή θέση με μεγάλη ορατότητα στην ευρύτερη περιοχή που φτάνει μέχρι το νότιο Κρητικό Πέλαγος, ο οικισμός απλωνόταν πάνω στον «δρόμο» που ένωνε το ανάκτορο της Φαιστού με το μεγάλο παλαιοανακτορικό κέντρο του Μοναστηρακίου και μάλλον λειτούργησε ως ενδιάμεσος σταθμός. Αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαιώνουν άλλωστε τη σύνδεση και τις επαφές του οικισμού με τα μεγάλα αυτά μινωικά κέντρα.
Στη θέση αυτή έχουν αποκαλυφθεί έξι οικοδομικά συγκροτήματα. Τα οικοδομήματα με έναν ή και δυο ορόφους ήταν κλιμακωτά κτισμένα, ακολουθώντας το ανάγλυφο του εδάφους και έδιναν από μακριά την εντύπωση των πολυώροφων κτιρίων. Διέθεταν εργαστήρια και ήταν οργανωμένα με αποθηκευτικούς χώρους όπου βρέθηκε μεγάλος αριθμός αγγείων.
Ο οικισμός καταστράφηκε γύρω στο 1700 π.Χ., οπότε καταστράφηκαν τα παλαιά μεγάλα ανάκτορα της Φαιστού και της Κνωσού, καθώς και πολλά άλλα μινωικά κέντρα από σεισμό και πυρκαγιά. Ωστόσο, κατά τη μετέπειτα νεοανακτορική εποχή, η κατοίκιση συνεχίστηκε σε ψηλότερο σημείο, όπως επιβεβαιώνουν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα στην κορυφή του λόφου.